σακί

σακί
το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος]
(με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
νεοελλ.
1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι
2. (κατ' επέκτ.) το περιεχόμενο ενός σάκου («ένα σακί φακές»)
3. φρ. α) «τόν έβαλε στο σακί» — τόν εξαπάτησε
β) «αγοράζω γουρούνι στο σακί» — αγοράζω κάτι χωρίς να τό ελέγξω ή να εξετάσω την ποιότητά του, κάνω επιπόλαιη αγορά
γ) «ας πάει κι αυτή η φούχτα στο σακί» — ας προστεθεί κι αυτή η προσβολή στις άλλες που έχουν ήδη ειπωθεί
4. παροιμ. φρ. «άδειο σακί δεν στέκει»
i) αυτός που πεινάει δεν μπορεί να εργαστεί
ii) λέγεται για τους ανόητους ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ δική τους γνώμη και παρασύρονται από τους άλλους
αρχ.
τρίχινο ένδυμα το οποίο φορούσαν ως ένδειξη πένθους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • σάκι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. τής γλώσσας Τούπι] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανασακιάζω — 1. ξανατοποθετώ σε σακιά, βάζω σε άλλο σακί 2. κουνώ ένα γεμάτο σακί για να κατακαθήσει …   Dictionary of Greek

  • τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] …   Dictionary of Greek

  • Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile …   Wikipedia

  • Athanasios — (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträge …   Deutsch Wikipedia

  • Thanasis — Athanasios (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträger 4.1 Athanasios …   Deutsch Wikipedia

  • Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”