- σακί
- το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος](με υποκορ. σημ.) μικρός σάκοςνεοελλ.1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι2. (κατ' επέκτ.) το περιεχόμενο ενός σάκου («ένα σακί φακές»)3. φρ. α) «τόν έβαλε στο σακί» — τόν εξαπάτησεβ) «αγοράζω γουρούνι στο σακί» — αγοράζω κάτι χωρίς να τό ελέγξω ή να εξετάσω την ποιότητά του, κάνω επιπόλαιη αγοράγ) «ας πάει κι αυτή η φούχτα στο σακί» — ας προστεθεί κι αυτή η προσβολή στις άλλες που έχουν ήδη ειπωθεί4. παροιμ. φρ. «άδειο σακί δεν στέκει»i) αυτός που πεινάει δεν μπορεί να εργαστείii) λέγεται για τους ανόητους ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ δική τους γνώμη και παρασύρονται από τους άλλουςαρχ.τρίχινο ένδυμα το οποίο φορούσαν ως ένδειξη πένθους.
Dictionary of Greek. 2013.